- οστρακισμός ή εξοστρακισμός
- Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου η αύξουσα επιρροή φαινόταν επικίνδυνη για τους θεσμούς ή για τα συμφέροντα της πόλης. Η ονομασία προέρχεται από τη λέξη όστρακον, θραύσμα αγγείου, πάνω στο οποίο οι ψηφίζοντες στην εκκλησία του δήμου χάραζαν το όνομα του πολίτη που ήθελαν να οστρακίσουν. Ο ο. δεν ήταν ποινή ατιμωτική, αλλά μόνο ένα «αστυνομικό» μέτρο. Ο Πλούταρχος, μιλώντας για τον εξοστρακισμό του Θεμιστοκλή, παρατηρεί πως το μέτρο αυτό γενικά δεν ήταν «κόλασις» (τιμωρία), αλλά «παραμυθία φθόνου» (ένας τρόπος να κατευνάζεται ο επικίνδυνος φθόνος των αντιπάλων). Κατά τον Αριστοτέλη, ο ο. θεσπίστηκε με τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη (510 π.Χ.). θύματα του ο. υπήρξαν μεγάλοι πολιτικοί, όπως ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.